- ορυζοειδής
- -έςαυτός που μοιάζει με όρυζα, με κόκκο ρυζιού («ορυζοειδή σωμάτια» — μικροί κόκκοι που σχηματίζονται κατά τη φλεγμονή τών περιτενοντίων ορογόνων θυλάκων τής παλάμης).[ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Τ. Νερούτσο].
Dictionary of Greek. 2013.